Νίκος Αργυρόπουλος, [Σπήλιος Αργυρόπουλος], Ποιητιconomics, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 2017.
Μία σπάνια αίσθηση της γλώσσας και της γλωσσικής παράδοσης διαπερνά και σε αυτό το βιβλίο τα ποιήματα του Σπήλιου Αργυρόπουλου. Ο ποιητής πορεύεται μέσα στη γλώσσα, όπως άλλοι σε ένα φυσικό τοπίο. Τα ποιήματα της συλλογής προκαλούν τον αναγνώστη να τα αντιμετωπίσει διαλεκτικά, διερευνώντας την αντήχηση και την απήχησή τους στον εσωτερικό του καθρέφτη. Ακόμη και αν έχουμε συνηθίσει να αναζητούμε στην ποίηση το συγκεκριμένο νόημα ή να την διαβάζουμε μόνο ως περιεχόμενο, θα αντιληφθούμε γρήγορα ότι είναι ποιήματα “ανοιχτής ερμηνείας”, απαγκιστρωμένα ακόμη και από τις προθέσεις του δημιουργού τους, που πάντως δοκιμάζει νέες εκδοχές και δυνατότητες των λέξεων και της γραπτής έκφρασης, οδηγώντας μας σε απροσδιόριστες και ανεξερεύνητες εσχατιές της ελληνικής γλώσσας. Είτε ο αναγνώστης δει σε αυτά τα ποιήματα την κατάργηση των συντακτικών “τειχών” και άλλων ισχυρών δομών της γλώσσας είτε δει νέες ή διαφορετικές ή ανοίκειες δομές και παράξενα γλωσσικά σχήματα και κατασκευές, πιθανότατα, μετά το αρχικό ξάφνιασμα, θα διαισθανθεί την αύρα της ελευθερίας που μεταφέρουν οι λέξεις. Ο ποιητής, υφαίνοντας αφενός με τους δικούς του τρόπους τον λόγο και ξηλώνοντας αφετέρου προηγούμενες υφάνσεις, επιλέγει τελικά να μην μείνει απλώς ένας ακόμη περαστικός, αλλά να κατοικήσει στο γλωσσικό τοπίο που εξερευνά, παρ' όλο που είναι εξαιρετικά αραιοκατοικημένο (και χωρίς γείτονες ή επισκέπτες).
*
Νίκος Μυλόπουλος, Όπως η θάλασσα με το αύριο,
εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2016.
Η πιο ώριμη, κατά τη γνώμη μου, ποιητική
συλλογή του Νίκου Μυλόπουλου (Θεσσαλονίκη), με σαφέστερο
σε σύγκριση με τις προηγούμενες συλλογές
λόγο, δικής του έμπνευσης εικονοποιία,
ενδιαφέρον περιεχόμενο και συνεχή
διάλογο με τη μνήμη, συλλογική και
προσωπική. Στέκεται κριτικά σε όσα περιγράφει και ορίζει το παρελθόν ως
ένα συνονθύλευμα πλαισίων που έχουν
καταρρεύσει και εικόνων που έχουν
κατακερματιστεί. Τα σπασμένα κομμάτια
της καθημερινότητας αποκτούν, μέσα από
την έκθεση στις λέξεις και στον λόγο,
μία νέα λάμψη και μία ελπίδα να ξαναζήσουν,
“δραπετεύοντας από τη λεγεώνα των
σκιών” (σ. 29), μέσα σε νέες δομές, που θα
λαμβάνουν υπόψη τη φαντασία, την
ελευθερία, τα όνειρα και, κυρίως, τη
ρομαντική πλευρά του εαυτού μας και τον
έρωτα. Ο ποιητής αντιμετωπίζει τον
άνθρωπο ως μέλος μίας κοινωνίας, με την
οποία πρέπει να προχωρήσει από κοινού, και όχι ως αυτόνομη μονάδα. Για όσους
βλέπουν τον κόσμο με αυτήν την οπτική,
η μοναξιά είναι αφόρητη, όταν για
διάφορους λόγους οι δίαυλοι επικοινωνίας
με το περιβάλλον δεν λειτουργούν. Η
συλλογική μνήμη και η συλλογική προοπτική,
και ταυτόχρονα η απογοήτευση και οι
ενοχές για τους αγώνες που δεν βρήκαν
δικαίωση, ανοίγουν την πόρτα στον
ποιητικό λόγο, ώστε “να λάβουν τα όνειρα
εκδίκηση”. Τα ποιήματα του βιβλίου θα
μπορούσαν να θεωρηθούν τμήματα ενός
ενιαίου εκτενούς ποιήματος ή ενός
θεατρικού μονολόγου, όπου εναλλάσσονται
διαρκώς η απόγνωση με την ελπίδα.
*
Οι δύο ποιητές των οποίων οι συλλογές συστεγάζονται σε αυτό το κείμενο, δεν έχουν, σε πρώτο επίπεδο, πολλά κοινά μεταξύ τους ως προς τους εκφραστικούς τρόπους και το ποιητικό αποτέλεσμα. Ο Αργυρόπουλος είναι κρυπτικός, εσωστρεφής, συζητά με τον εαυτό του, διερευνά τις κρυφές όψεις των λέξεων και την άγραφη ιστορία τους και η ικανοποίησή του προέρχεται από τη διαρκή αναζήτηση και το ταξίδι. Η ποίησή του μοιάζει εγκεφαλική, αλλά συχνά κατακλύζεται από συναίσθημα. Ο Μυλόπουλος γράφει με εξωστρέφεια, φανερώνει τις σκέψεις του και τις μοιράζεται με ευκολία, κάνοντας τις εμπειρίες και τις αναμνήσεις του στίχους. Ενδιαφέρεται για συγκεκριμένες κατευθύνσεις στο περιεχόμενο της ποίησής του. Τους συνδέει όμως και τους δύο, πέρα από την ιατρική ιδιότητα, η ειλικρινής αγάπη για την ποίηση και η διαρκής επιστροφή στον ποιητικό λόγο, στον οποίο προστρέχουν σαν να επρόκειτο για ναό ή για καταφύγιο.