*
ἤτανε
πάντα διφορούμενη ἡ στάση τοῦ χρόνου
ἀπέναντί μου.
μετά τό πλύσιμο τοῦ ἑαυτοῦ ἀπό πάνω μου στό σκοινί ἔξω ἀπό τό παράθυρο κρεμασμένος καί ἁπλωμένος ἤμουνα.
στήν ἀγωνία πού κρεμόταν μαζί μου ἔξω καί λιαζόταν τά ἀρχικά μου κεντημένα πάνω της ἤτανε.
ὅμως ὅταν σκεφτόταν τήν προϊοῦσα ἀδυναμία τοῦ σώματος ὁ χρόνος ξάφνου μοῦ ἔκανε χατήρια καί μοῦ ἔλεγε νά τοῦ ζητήσω.
κι ἔχω καί τήν ἰδιότητα νά χαίρομαι ὅτι θυμᾶμαι μοῦ τήν ἐγκατέστησε ὅταν μέ ἔβλεπε συννεφιασμένο νά λυπᾶμαι τόν ἑαυτό μου.
δύσθυμα ὅμως ἀνέχομαι αὐτό τό ποίημα δέν ἔχει ἀκόμα παρόν.
τό ὁποῖο καρτερικά περιμένει νά ἀποκτήσει.
ἕνα φύσημα σέ ὀλύμπιο ἀκίνητο ψύχραιμο νερό.
μετά τό πλύσιμο τοῦ ἑαυτοῦ ἀπό πάνω μου στό σκοινί ἔξω ἀπό τό παράθυρο κρεμασμένος καί ἁπλωμένος ἤμουνα.
στήν ἀγωνία πού κρεμόταν μαζί μου ἔξω καί λιαζόταν τά ἀρχικά μου κεντημένα πάνω της ἤτανε.
ὅμως ὅταν σκεφτόταν τήν προϊοῦσα ἀδυναμία τοῦ σώματος ὁ χρόνος ξάφνου μοῦ ἔκανε χατήρια καί μοῦ ἔλεγε νά τοῦ ζητήσω.
κι ἔχω καί τήν ἰδιότητα νά χαίρομαι ὅτι θυμᾶμαι μοῦ τήν ἐγκατέστησε ὅταν μέ ἔβλεπε συννεφιασμένο νά λυπᾶμαι τόν ἑαυτό μου.
δύσθυμα ὅμως ἀνέχομαι αὐτό τό ποίημα δέν ἔχει ἀκόμα παρόν.
τό ὁποῖο καρτερικά περιμένει νά ἀποκτήσει.
ἕνα φύσημα σέ ὀλύμπιο ἀκίνητο ψύχραιμο νερό.
*
παράπονα
παράπονα ἔχεις μιά ζωή παράπονα.
εἶναι ἡ αἰτία ἴσως αὐτό πού λείπει.
τό φυσικό τέλος τῆς πνευματικῆς ἀνελευθερίας σάν ὑποχρέωση ἔμεινες νά καρτερᾶς.
κι ἄν γίνω αἴφνης ὀρειβάτης καί φτάσω στήν κορυφή μου κι ἀπό ἐκεῖ ἐπάνω κοιτάξω τί θά δῶ;
χάλια πού μοῦ ἀπονέμουν κουρέλια κάτω στήν κοιλάδα πού ἐκπτύσσεται καί ζητάει μήν πῶ ἀνέχεται ποτάμια δέντρα κ.τ.λ.
μέ τήν ὁριστικότητα μιᾶς πράξης ἤ ἑνός συναισθήματος καί τούς μετέπειτα στιχοποιημένους στόχους τί σχέση νἄχω;
νά μήν σκέφτομαι οὔτε νά θυμᾶμαι μόνο παλιές ἐπιθυμίες πού ἀποδείχτηκαν πενιχρές μᾶλλον πλανημένες.
πραγματικά θά ἔπρεπε νά ἔχω κάποια σχέση μέ ὅλα αὐτά.
ἀκούω κι ἀλλοῦ συννέφιαζα τόν ἀπομυθοποιητικό μου χρόνο.
ὅμως ὑπόσχέσεις μέ εὑρύνουν καί συναντῶ καί τόν ἐναγκαλισμό.
μέ τό ἀπεριόριστο καί τό ἀνεφάρμοστο μέ τόν ἔρωτα.
εἶναι ἡ αἰτία ἴσως αὐτό πού λείπει.
τό φυσικό τέλος τῆς πνευματικῆς ἀνελευθερίας σάν ὑποχρέωση ἔμεινες νά καρτερᾶς.
κι ἄν γίνω αἴφνης ὀρειβάτης καί φτάσω στήν κορυφή μου κι ἀπό ἐκεῖ ἐπάνω κοιτάξω τί θά δῶ;
χάλια πού μοῦ ἀπονέμουν κουρέλια κάτω στήν κοιλάδα πού ἐκπτύσσεται καί ζητάει μήν πῶ ἀνέχεται ποτάμια δέντρα κ.τ.λ.
μέ τήν ὁριστικότητα μιᾶς πράξης ἤ ἑνός συναισθήματος καί τούς μετέπειτα στιχοποιημένους στόχους τί σχέση νἄχω;
νά μήν σκέφτομαι οὔτε νά θυμᾶμαι μόνο παλιές ἐπιθυμίες πού ἀποδείχτηκαν πενιχρές μᾶλλον πλανημένες.
πραγματικά θά ἔπρεπε νά ἔχω κάποια σχέση μέ ὅλα αὐτά.
ἀκούω κι ἀλλοῦ συννέφιαζα τόν ἀπομυθοποιητικό μου χρόνο.
ὅμως ὑπόσχέσεις μέ εὑρύνουν καί συναντῶ καί τόν ἐναγκαλισμό.
μέ τό ἀπεριόριστο καί τό ἀνεφάρμοστο μέ τόν ἔρωτα.
*
ΚΡΙΤΙΚΗ
ΑΝΩ ΚΑΤΩ
ἡ μόνη ὁδηγία πού μοῦ δόθηκε ἀπό μένα
ἤτανε νά μήν ἁπλώνω τόν χρόνο
στό σκοινί νά στεγνώνει
.
ψυχαοιδός. τούς δρόμους πού ἤτανε νά πάρω ἐγώ τούς ἀκολούθησα μουσκίδι ἀπ’ τήν βροχή τῶν συνηθειῶν. μ’ αὐτές τίς λἕξεις μοῦ πόνεσε καί τό πόδι κλωτσοῦσα ἕνα ὅριο
.
μειώνοντας τήν ἀμηχανία στό ἐλάχιστο στό μηδέν νά γυρίζω μετά καί νά καταγράφω θορύβους ἐνῶ ἔβγαιναν ζεστοί ἀπό τόν φοῦρνο μου τούς μοίραζα ἀρτήματα δεξιά κι ἀριστερά
.
ὁ περίλογος αὐτός. ἀλλά τά ποιήματα ἤτανε σάν τούς συντρόφους τοῦ ὀδυσσέα τά ξέκαναν ἕνα ἕνα καθ’ὁδόν τελειώνοντάς τα ἐπέστρεψα μονάχος
.
τό συμπεράσμα τῆς μάσκας πού φοράω τώρα
εἰρωνεύεται τά πάντα πλέον σάν κατάφαση
.
μαστόροι καλαβρυτινοί καί μαρμαροχτιστάδες
αὐτός ὁ κόσμος δέν ἔχει ἄλλη χρήση ἀπό τό νά εἶναι τό πέρασμα πειρατῶν
ἡ μόνη ὁδηγία πού μοῦ δόθηκε ἀπό μένα
ἤτανε νά μήν ἁπλώνω τόν χρόνο
στό σκοινί νά στεγνώνει
.
ψυχαοιδός. τούς δρόμους πού ἤτανε νά πάρω ἐγώ τούς ἀκολούθησα μουσκίδι ἀπ’ τήν βροχή τῶν συνηθειῶν. μ’ αὐτές τίς λἕξεις μοῦ πόνεσε καί τό πόδι κλωτσοῦσα ἕνα ὅριο
.
μειώνοντας τήν ἀμηχανία στό ἐλάχιστο στό μηδέν νά γυρίζω μετά καί νά καταγράφω θορύβους ἐνῶ ἔβγαιναν ζεστοί ἀπό τόν φοῦρνο μου τούς μοίραζα ἀρτήματα δεξιά κι ἀριστερά
.
ὁ περίλογος αὐτός. ἀλλά τά ποιήματα ἤτανε σάν τούς συντρόφους τοῦ ὀδυσσέα τά ξέκαναν ἕνα ἕνα καθ’ὁδόν τελειώνοντάς τα ἐπέστρεψα μονάχος
.
τό συμπεράσμα τῆς μάσκας πού φοράω τώρα
εἰρωνεύεται τά πάντα πλέον σάν κατάφαση
.
μαστόροι καλαβρυτινοί καί μαρμαροχτιστάδες
αὐτός ὁ κόσμος δέν ἔχει ἄλλη χρήση ἀπό τό νά εἶναι τό πέρασμα πειρατῶν
[Προδημοσίευση
από την υπό έκδοση νέα ποιητική συλλογή
του Νίκου (Σπήλιου) Αργυρόπουλου με
τίτλο Επιστροφή. Απόσταση και στροφές.
Μεταίωρα ποιήματα και Στοιχήματα.]