Πριν ακόμη διαβάσω έργα του Ν.Γ. Πεντζίκη πιο συστηματικά, είχα την ευκαιρία να συναντήσω τον πεζογράφο και να τον ρωτήσω ποιο θεωρεί καλύτερο βιβλίο του. Χωρίς δεύτερη σκέψη, μου είπε: «Την Πραγματογνωσία». Και μου εξήγησε ότι ο τίτλος οφειλόταν στο όνομα του μαθήματος που διδάσκονταν στις αρχές του εικοστού αιώνα οι μαθητές των ελληνικών σχολείων. Ένα μάθημα που ήταν το αγαπημένο του, αν και ο ίδιος έλαβε εκπαίδευση κυρίως στο σπίτι, όπως και η αδελφή του Χρυσούλα Αργυριάδου-Πεντζίκη, η γνωστή ποιήτρια Ζωή Καρέλλη.
Η συγγραφή της Πραγματογνωσίας ολοκληρώθηκε, σύμφωνα με τη σημείωση τέλους, τον Δεκέμβριο του 1949. Αυτό σημαίνει ότι τον Ιούνιο του 1949, όταν άρχισε η τμηματική δημοσίευση στο περιοδικό της Θεσσαλονίκης Μορφές, το έργο ήταν ημιτελές. Μετά τη δημοσίευση της τελευταίας συνέχειας (Μάρτιος 1950) κυκλοφόρησε αυτοτελώς στη διάρκεια του ίδιου έτους, χωρίς όνομα τυπογράφου, ως ανατύπωση. Το εξώφυλλο σχεδίασε ο χαράκτης Γιάννης Σβορώνος, μια μεγάλη μορφή της ελληνικής χαρακτικής. Στο κάτω μέρος του εξωφύλλου διαβάζουμε: «Το σχέδιο εχάραξε εις ένδειξιν φιλίας ο Γιάννης Σβορώνος». Στο πάνω μέρος το διακοσμητικό πλαίσιο διακόπτεται από ένα αερόστατο. Τον τίτλο Πραγματογνωσία ακολουθεί ο υπότιτλος: «Κείμενο σε συνέχεια». Κεντρικό κόσμημα του εξωφύλλου είναι ένα χέρι που κρατά φτερό γραφής. Το βιβλίο αποτελείται από 80 σελίδες (η σ. 5 έχει αρίθμηση 1). Τα τυπογραφικά λάθη της πρώτης έκδοσης είναι πάρα πολλά, ασυνήθιστα πολλά για έκδοση εκείνης της περιόδου. Τα κυριότερα παροράματα καταγράφονται στις τελευταίες δύο σελίδες. Το έργο αποτελείται από 24 κεφάλαια, με αρίθμηση Α'-ΚΔ'.
Σε μία διαλυμένη από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, την Κατοχή και τον Εμφύλιο χώρα, όπου τίποτα δεν έχει μείνει όρθιο, ο συγγραφέας συνθέτει ένα κείμενο που μοιάζει και αυτό να αποτελεί προϊόν διάλυσης και κατακερματισμού. Ιστορικές αναφορές, επιμέρους εικόνες, βιβλιογραφικές παραπομπές και άλλες παρατηρήσεις, που φαινομενικά δεν έχουν σχέση μεταξύ τους, δημιουργούν ένα ψηφιδωτό, μια νέα ενιαία εικόνα που φέρνει τη λογοτεχνία πιο κοντά στον κόσμο που όλοι γνωρίζουμε. Για να το καταφέρει όμως αυτό ο Πεντζίκης, απομακρύνεται συνειδητά από τον παραδοσιακό στην εποχή του τρόπο γραφής και από τις μεγάλες σχολές της λογοτεχνίας του 19ου αιώνα και των αρχών του εικοστού. Απομάκρυνση τόσο βίαιη λογοτεχνικά, που θα μπορούσε να δημιουργήσει ακόμη και παρεξηγήσεις άλλου τύπου: όπως ότι η ανατρεπτική του γραφή αγγίζει τα όρια της τρέλας ή της απόλυτης ιδιορρυθμίας. Ο ποιητής Τάκης Βαρβιτσιώτης, συνεργάτης και ο ίδιος των Μακεδονικών Ημερών, του Κοχλία και των Μορφών, σε συζήτησή μας τον χαρακτήρισε «τρελή ιδιοφυΐα».
Οι αναγνώστες του έργου, όταν πρωτοκυκλοφόρησε, θα πρέπει να ένιωσαν αμήχανοι με το πλήθος αναφορών σε πρόσωπα και πράγματα και με τις συνεχόμενες σελίδες που θύμιζαν αποσπάσματα από σημειωματάρια. Στη σελίδα 28 βρίσκουμε αναφορές στην άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Σαρακηνούς, στον Καμενιάτη, στο Ολοκαύτωμα, τον Βιργίλιο και την Αινειάδα, στον Τζόυς. Στη σελίδα 51 ο συγγραφέας αναφέρεται στον Τσέχωφ, στον Κνουτ Χάμσουν, στον Πτωχοπρόδρομο, στον Ραμπελαί, στον Καβάφη, στους αγιορείτες μοναχούς, στον Ρίλκε, στους Αγγέλους και τις Ασώματες δυνάμεις.
Στην Πραγματογνωσία το βλέμμα του αφηγητή μετατοπίζεται διαρκώς. Ο συγγραφέας εμπνέεται από τη θάλασσα, τον έρωτα, τις καθημερινές σκηνές και τις κοινωνικές συναντήσεις στους δρόμους της πόλης, από έναν γάμο ή μια κηδεία, από την ανάγνωση βιβλίων και εφημερίδων, από το θέατρο και τον κινηματογράφο, από τις επισκέψεις του στο Άγιο Όρος, από την ορθόδοξη χριστιανική παράδοση. Αυτό το σύνολο των μικρών ψηφίδων προβάλλεται ως η ίδια η ζωή της πόλης. Η Θεσσαλονίκη είναι οι άνθρωποι που την αποτελούν, οι πράξεις τους και ό,τι άλλο συμβαίνει στο παρόν, αλλά μαζί με αυτά και η ιστορική της μνήμη, η οποία επίσης αποτελείται από ένα σύνολο συγκεκριμένων γεγονότων. Αν και δεν πρόκειται ακριβώς για συνειρμική γραφή αλλά για καταγραφές ετερόκλητης προέλευσης, σε αρκετά σημεία οι συνειρμοί έχουν τον πρώτο λόγο. Ένα παράδειγμα (σ. 35): «Η καϋμένη η κυρία Ευμορφίδου νέα σχετικώς. Όλο φοβόταν πως ο άντρας της θα τη σκότωνε, όμως μόνη της διαφεύγοντας την επιτήρηση, πήγε κι' έπεσε στην κρύα θάλασσα. Εφέτος ο χειμώνας πήρε πολλούς. Στο σπίτι λίγο παραπάνω έφυγαν, μετά το θάνατο του άντρα από συγκοπή, μετοίκισαν για πιο οικονομικά. Αλλά ο νοικοκύρης δεν έχασε ούτε μια μέρα ενοίκιο. Αμέσως τώδωκε σ' άλλους που το ζήτησαν το διαμέρισμα νεοφερμένοι. Θαυμάζει κι' απορεί η ηλικιωμένη κυρία: στον κόσμο τί γίνεται, φεύγουν κι' έρχονται. Ξεχνάς τους παληούς και γνωρίζεις νέους».
Το 1977 κυκλοφόρησε στη Θεσσαλονίκη (εκδ. ΑΣΕ Α.Ε.) μια νέα έκδοση της Πραγματογνωσίας, με εξώφυλλο που φιλοτέχνησε ο συγγραφέας. Προστίθενται άλλα επτά κείμενα, ενώ είναι διαφορετικός και ο τίτλος του βιβλίου: Πραγματογνωσία και άλλα επτά κείμενα μυθοπλασίας γεωγραφικής. Στο εισαγωγικό σημείωμα διαβάζουμε: «Η αναχείρας έκδοση παρουσιάζει το αυτό κείμενο με πολλές βασικές διορθώσεις. Το ΚΔ' τελευταίο κεφάλαιο του κειμένου ξαναγράφηκε ολόκληρο, δίχως όμως καμιά ουσιαστική αλλαγή του αρχικού νοήματος».
Δεν ξέρω αν έχει γραφτεί άλλο πεζό κείμενο αυτής της ποιότητας και αυτής της πυκνότητας στη νεότερη Θεσσαλονίκη. Αλλά, αν γράφτηκε, πιθανότατα προέρχεται από τον ίδιο συγγραφέα. Η Πραγματογνωσία πρέπει να διαβαστεί με προσήλωση, με απόλυτη συγκέντρωση, επειδή δεν μπορεί ίσως να διαβαστεί με άλλον τρόπο. Όμως και πάλι το έργο, παρά τη μεγάλη λογοτεχνική του αξία, είναι πιθανό να φανεί σε πολλούς αναγνώστες αδιάφορο ή ακατανόητο. Η δυσκολία, κατά τη γνώμη μου, δεν έγκειται στο κείμενο καθεαυτό, που είναι και κατανοητό και ενδιαφέρον, αλλά στις προσδοκίες που συνήθως συνοδεύουν την ανάγνωση ενός πεζογραφήματος.
Διονύσης Στεργιούλας
[περ.
Καρυοθραύστις,
τχ. 8-9, Θεσσαλονίκη, Νοέμβριος 2021, σ. 311-314 /
Στήλη «Με ένστικτο επιβίωσης | Βιβλία που άντεξαν στον χρόνο»]