[Βάλια Γκέντσου, Παραμύθια ανάποδα, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα, 2020]
«Θεοί του πάνω κόσμου πείτε μου
γιατί χορεύουμε με σκελετούς
εκεί που το καλοκαίρι καλπάζει
στα λευκά πλακάκια της κουζίνας;»
Τα ποιήματα της συλλογής Παραμύθια ανάποδα επιδέχονται διαφορετικές αναγνώσεις, αφού το περιεχόμενό τους χαρακτηρίζεται σε κάποιον βαθμό από πολυσημίες και υποκειμενικότητα. Ο προσεκτικός αναγνώστης ωστόσο θα διακρίνει ένα βαθύτερο, πιο αντικειμενικό επίπεδο περιεχομένου. Οι αναφορές στην παιδική ηλικία και σε συγκεκριμένα αντικείμενα και γεγονότα, που χαρακτηρίζουν ιδιαιτέρως τα πρώτα ποιήματα της συλλογής, δίνουν σταδιακά τη θέση τους σε ποιήματα που χτίζονται γύρω από έννοιες και ιδέες. Υπό αυτήν την έννοια η συλλογή μπορεί να χαρακτηριστεί και «αυτοβιογραφική», αφού ίσως περιγράφει την εξελικτική πορεία της σκέψης της ποιήτριας μέσα στον χρόνο. Η αισθητικά ισορροπημένη διατύπωση δείχνει ότι έχει προηγηθεί πολύχρονη ενασχόληση με την ποίηση και τη γραφή. Σε ορισμένα σημεία η κρυπτική έκφραση κάνει τον αναγνώστη να υποψιάζεται ότι η αφηγήτρια όχι μόνο έχει να πει πολλά, αλλά και να σιωπήσει για άλλα. Η συλλογή χαρακτηρίζεται από πραγματολογικό βάθος και από ένα μεγάλο απόθεμα σκέψεων, εικόνων και αναμνήσεων, από το οποίο η ποιήτρια αντλεί την πρώτη ύλη.
Γεγονότα που σχεδόν ξεχάστηκαν έρχονται στο παρόν με ό,τι έχει επιβιώσει από αυτά και προκαλούν συναισθήματα αντιστρόφως ανάλογα της χρονικής τους απόστασης. Το αποτύπωμά τους μοιάζει να ορίζει τις συντεταγμένες του παρόντος, άλλοτε δείχνοντας διέξοδο και άλλοτε χτίζοντας τείχη. Το αποτύπωμα αυτό καταγράφεται ακόμη σε σχέση με τα σημάδια του στο σώμα και με τη διαμόρφωση του εσωτερικού τοπίου. Το πρώτο και το δεύτερο πρόσωπο, που συχνά χρησιμοποιούνται, θυμίζουν προφορικό λόγο και φανερώνουν την ανάγκη για εξομολόγηση και για ευθεία επικοινωνία. Αν και η αφηγήτρια φαίνεται ότι μιλά κυρίως στον εαυτό της, αυτό δεν την απομακρύνει από τον ευαίσθητο αναγνώστη, που ίσως θα συνδέσει τα συγκεκριμένα βιώματα με στιγμές της δικής του ζωής.
Αγνή Αγγελούδη