Λογοτεχνία -- Τέχνη -- Τυπογραφία -- Ιστορία

10 Σεπ 2018

Με το βλέμμα του άλλου



Τι μπορεί να προσφέρει στο κοινό της Ιστορίας και στους κατοίκους της Θεσσαλονίκης μία ακόμη έκθεση για το παρελθόν της πόλης; Πολύ συχνά, σε παρόμοιες περιπτώσεις, οι ίδιες πληροφορίες ανακυκλώνονται, ενώ η οπτική γωνία παραμένει σταθερή. Άλλοτε όμως αναδεικνύονται πλευρές που έχουν αγνοηθεί ή παραβλεφθεί και η οπτική γωνία αλλάζει. Ως επισκέπτης της έκθεσης με τον τίτλο «Στη δίνη του Μεγάλου Πολέμου: Η Θεσσαλονίκη της Στρατιάς της Ανατολής (1915-1918)» (Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, επιμέλεια: Ιωάννης Μότσιανος, Ηρώ Κατσαρίδου) διαπίστωσα ότι δεν έχει χαρακτήρα εγκυκλοπαιδικό προσφέροντας πληροφορίες που εύκολα μπορούν να αναζητηθούν στο διαδίκτυο, αλλά αποσκοπεί στον προβληματισμό του θεατή και στον διαδραστικό διάλογο με τα εκθέματα. Η μουσειολογική προσέγγιση δεν στοχεύει στις εύκολες και συγκινησιακές αντιδράσεις, αλλά στην κινητοποίηση της κριτικής και συνδυαστικής του σκέψης. Εγκαταλείποντας τον χώρο, πιθανώς θα νιώσει την ανάγκη για μεγαλύτερη και σε βάθος διερεύνηση του θέματος και της εποχής. Οι πληροφορίες που μεταφέρουν τα εκθέματα, έχουν ιστορικό, πολιτικό, εθνολογικό, τοπογραφικό, επιστημονικό και αισθητικό ενδιαφέρον. Όλα τα αντικείμενα που εκτίθενται έχουν μία σημασία και από μόνα τους και στο πλαίσιο του συνόλου. Το σημαντικότερο έκθεμα, το πρωτότυπο σχέδιο του Ernest Hébrard για τη συνέχεια της Πλατείας Αριστοτέλους ή Λεωφόρου Κοινωνίας των Εθνών πάνω από τη σημερινή Εγνατία, αφορά μία έμπνευση που δεν υλοποιήθηκε. 

Κατά τη διάρκεια του πολέμου η φήμη και ο μύθος της Θεσσαλονίκης απλώνονται σε κοντινές και μακρινές χώρες και τα εδώ τεκταινόμενα βρίσκουν απήχηση σε ένα διεθνές κοινό, μέσω κυρίως των εφημερίδων και των εικονογραφημένων περιοδικών της εποχής. Η Θεσσαλονίκη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου δεν αποτελεί ένα σταθερό τοπίο, με παγιωμένη όψη και ακίνητα πλαίσια, αλλά μία κινούμενη εικόνα, με πρόσωπα που συζητούν, διαβάζουν, ερωτεύονται, αλληλογραφούν, αποβιβάζονται και αναχωρούν, φωτογραφίζουν και φωτογραφίζονται, αγωνιούν για την εξέλιξη του πολέμου και για το δικό τους μέλλον, αναζητώντας το στίγμα τους σε μία πόλη που κατοικείται ταυτόχρονα από χριστιανούς, εβραίους και μουσουλμάνους, όπως και άλλα λιμάνια της Ανατολικής Μεσογείου.

Αναλόγως με τα βιώματα που κουβαλά ο καθένας από όσους βρίσκονται εδώ στη διάρκεια του πολέμου, άλλος βλέπει ή προβάλλει στους δρόμους της το ρωμαϊκό ή το μεσαιωνικό παρελθόν της δικής του χώρας, άλλος ονειρικές εικόνες της Ανατολής και άλλος ένα μεγάλο στρατόπεδο με εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες και με ένα πλήθος ντόπιων κατοίκων που τους υπηρετεί. Πολλοί ερασιτέχνες ζωγράφοι, ακολουθώντας την καλλιτεχνική παράδοση του οριενταλισμού του δέκατου ένατου αιώνα, δίνουν έμφαση στα στοιχεία που αναδεικνύουν το ισλαμικό παρόν και παρελθόν και συχνά τα βλέπουν και εκεί που δεν υπάρχουν, όπως για παράδειγμα σε βυζαντινά μνημεία ή στις μακεδονικές ενδυμασίες. Οι παραδοσιακοί τρόποι παραγωγής και το ανταλλακτικό εμπόριο στην ύπαιθρο της Μακεδονίας, ο τρόπος ένδυσης, τα μεταφορικά μέσα, τα ετοιμόρροπα πέτρινα σπίτια της υπαίθρου, οι ξύλινες καλύβες και άλλες εικόνες φθοράς και διαφορετικότητας, φαντάζουν εντελώς ξένες και εξωτικές για τους επισκέπτες που προέρχονται από χώρες που είχαν ζήσει προ καιρού τη βιομηχανική επανάσταση. Ενώ άλλοι επισκέπτες βλέπουν απλώς μία κατεχόμενη χώρα και ένα περιβάλλον ανοίκειο και πρωτόγονο, το οποίο ανυπομονούν να εγκαταλείψουν, ώστε να επιστρέψουν το συντομότερο στα σπίτια τους.

Τι έβλεπαν την ίδια στιγμή στη Θεσσαλονίκη οι μόνιμοι κάτοικοί της; Οι Έλληνες την πόλη που τους ανήκει δικαιωματικά, αφενός λόγω της αρχαίας και βυζαντινής ιστορίας της και αφετέρου λόγω του «δικαίου του πολέμου», εξαιτίας της προέλασης του ελληνικού στρατού πριν λίγα χρόνια. Οι χριστιανοί την πόλη του αγίου Δημητρίου. Οι Εβραίοι τη δική τους μητρόπολη, την πόλη που είχε προσφέρει καταφύγιο πριν μερικούς αιώνες στους μακρινούς προγόνους τους, ενώ φιλοξενούσε εβραϊκές κοινότητες ήδη από τα προχριστιανικά χρόνια. Οι Οθωμανοί έβλεπαν τη Σελανίκ, τη δεύτερη σε σημασία πόλη της αυτοκρατορίας τους, που οι πρόγονοί τους είχαν καταλάβει μετά από πολιορκία το 1432.

Και πώς βλέπουμε σήμερα εμείς την Θεσσαλονίκη εκείνης της περιόδου; Κατά τη γνώμη μου, το φαντασιακό με το πραγματικό εμπλέκονται σε τέτοιον βαθμό και με τέτοιον τρόπο, ώστε δεν είναι εύκολο πλέον να διαχωριστούν. Οι συγκεκριμένες κατευθύνσεις που είχε πάρει η σχετική βιβλιογραφία στο παρελθόν, ο τρόπος που προβάλλεται σήμερα η ιστορία της πόλης, αλλά και τα προσωπικά βιώματα και το φορτίο της ατομικής και συλλογικής μνήμης, συνδιαμορφώνουν τον τρόπο θέασης του παρελθόντος της. Ο τρόπος θέασης, κατά τη θεωρία του νεοπλατωνικού φιλοσόφου Πλωτίνου, δεν είναι μία τυπική πράξη. Η ψυχή, για τον φιλόσοφο, δημιουργεί αυτό που βλέπει. Και σύμφωνα με τον Φερνάντο Πεσόα: «Αυτό που βλέπουμε δεν είναι αυτό που βλέπουμε, είναι αυτό που είμαστε.»

Όπως οι περισσότεροι θέλαμε, όταν ήμαστε παιδιά ή και αργότερα, να ακούμε ιστορίες από τους παππούδες μας (ή για τους παππούδες μας), εκατομμύρια Ευρωπαίοι άκουγαν, από τότε που γεννήθηκαν, αφηγήσεις για γεγονότα που σχετίζονταν με τη διαμονή των συγγενών και των προγόνων τους στη Θεσσαλονίκη, στη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου. Αρκετά αφιερώματα σε περιοδικά και δεκάδες τίτλοι βιβλίων κυκλοφόρησαν σε διάφορες χώρες με θέμα τη Θεσσαλονίκη και με αναφορές σε θέματα στρατιωτικά, γεωγραφικά, εθνολογικά. Ακόμη κυκλοφόρησαν βιβλία πεζογραφίας και ποιητικές συλλογές, λευκώματα, καταγραφές, αναμνήσεις. Σε πάρα πολλά σπίτια της Γαλλίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και άλλων χωρών βρίσκονται μέχρι σήμερα οικογενειακά κειμήλια, επιστολές και αναμνηστικά κάθε είδους, που τα είχαν φέρει μαζί τους οι στρατιώτες ή είχαν αποσταλεί την περίοδο εκείνη από τη Θεσσαλονίκη. Ανάμεσά τους καρτ-ποστάλ, μεταξωτά μαντίλια και μαξιλαροθήκες, μπρούτζινοι χαρτοκόπτες, σουβενίρ κάθε είδους και έμπνευσης, αυτοσχέδιες μικροσκοπικές γλυπτικές κατασκευές και χρηστικά αντικείμενα από μέταλλο που προερχόταν από τα συντρίμμια του καταρριφθέντος γερμανικού Ζέπελιν. Από οικογενειακά άλμπουμ φωτογραφιών, δίπλα στις φωτογραφίες των προγόνων, αναδύονται ξαφνικά εικόνες και όψεις του Λευκού Πύργου, της Παραλίας, της Ροτόντας, της Αγίας Σοφίας, της μακεδονικής υπαίθρου, της καθημερινής ζωής στην πόλη.

Οι άπειρες εικόνες και τα χιλιάδες αναμνηστικά που ταξίδεψαν από τη Θεσσαλονίκη σε ευρωπαϊκούς προορισμούς ως «χαιρετίσματα» των στρατιωτών, πιθανώς επηρέασαν, με τα απλοϊκά ή λαϊκά μοτίβα, με την προχειρότητα στην κατασκευή, με την αισθητική της Ανατολής και με την αδρή αποτύπωση της αρχιτεκτονικής των μνημείων της πόλης, την καλλιτεχνική έκφραση κάποιων δημιουργών της εποχής. Θεωρώ σχεδόν βέβαιο ότι εάν κανείς ασχοληθεί με την αναζήτηση παρόμοιων επιρροών στη νεότερη ευρωπαϊκή τέχνη, ειδικά εκείνης της περιόδου, θα ανακαλύψει κρυμμένες έως τώρα σχέσεις αυτού του είδους.

Ακολουθώντας τον παραπάνω τρόπο προσέγγισης στο θέμα, προκύπτουν δύο ακόμη βασικά ερωτήματα. Το πρώτο είναι τι κάνει έναν σύγχρονο συλλέκτη να αναζητά σε κάθε γωνιά της γης τεκμήρια που αφορούν το ιστορικό παρελθόν του τόπου του ή και γενικώς το ιστορικό παρελθόν. Κατά τη γνώμη μου, στις περισσότερες περιπτώσεις η απάντηση έχει υπαρξιακό πρόσημο. Κάθε άλλη ερμηνεία είναι τουλάχιστον βιαστική. Το δεύτερο ερώτημα είναι εάν από συγκεκριμένα τεκμήρια του παρελθόντος μπορεί να υπάρξει αναπαράσταση μιας περασμένης εποχής. Νομίζω ότι δεν υπάρχει μοναδικός ή αυθεντικός τρόπος θέασης αλλά ούτε και αυθεντική ερμηνεία του παρελθόντος και κατ' επέκταση του παρόντος. Συχνά νομίζουμε ότι το δικό μας βλέμμα είναι πιο διαυγές και ότι έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από το βλέμμα των άλλων. Εάν βρεθούν και κάποιοι γύρω μας που συμφωνούν με τη δική μας ερμηνεία, η βεβαιότητα γιγαντώνεται. Στην πραγματικότητα όμως το βλέμμα του άλλου είναι ισότιμο με το δικό μας βλέμμα. Το ίδιο έκθεμα, η ίδια εικόνα, συμπεριφέρεται διαφορετικά στον κάθε θεατή, άλλοτε αποκαλύπτοντας και άλλοτε αποκρύπτοντας όψεις, λεπτομέρειες, πληροφορίες. Ίσως, σε κάποιες περιπτώσεις, ο λόγιος επισκέπτης που έχει μελετήσει τη σχετική βιβλιογραφία, προβάλλει εύκολα στα εκθέματα απόψεις που δεν είναι αποτέλεσμα κριτικής σκέψης, αλλά τις έχει διαβάσει ή ικανοποιούν το θεωρητικό μοντέλο στο οποίο πιστεύει.

Εάν δεχτούμε ότι η κάθε ερμηνεία και το κάθε συμπέρασμα είναι σε μεγάλο βαθμό υποκειμενικά, υπάρχει η πιθανότητα τα τεκμήρια να μας μιλήσουν χωρίς μεσολαβήσεις, προκαταλήψεις και προβολές. Υπάρχει δηλαδή η ελπίδα να ακούσουμε τη γλώσσα των τεκμηρίων και να απολαύσουμε τη μαγεία που μεταφέρουν στο σήμερα, είτε ως χρώμα και εικόνα είτε ως πληροφορία και κατασκευή είτε ακόμη μέσω των συνειρμών που προκαλούν. Σε κάθε περίπτωση η θετική στάση και η επιστημονική επάρκεια και μεθοδολογία αποτελούν ευνοϊκές ή και απαραίτητες προϋποθέσεις για την είσοδο στον ανοιχτό κόσμο της ιστορικής μνήμης.
Διονύσης Στεργιούλας