Τάκιτος, τόμος Δ', εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια: Νίκος Πετρόχειλος, εκδόσεις ΜΙΕΤ.
Οι μεταφράσεις του Νίκου Πετρόχειλου στη σειρά των λατίνων συγγραφέων που κυκλοφορεί από το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης καλύπτουν
με συστηματικό τρόπο ένα πραγματικό
κενό της νεότερης ελληνικής βιβλιογραφίας.
Για τον μέσο έλληνα
αναγνώστη της εποχής μας, ενώ υπάρχει
μία σχετική εξοικείωση με τον Όμηρο, με
τους συγγραφείς της κλασικής αρχαιότητας
και με τα βυζαντινά εκκλησιαστικά
κείμενα, τα επιτεύγματα των αρχαίων
Ρωμαίων στον γραπτό λόγο αποτελούν
«άγνωστη χώρα».
Ο λατινιστής Νίκος Πετρόχειλος (ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ),
που ανέλαβε να φέρει σε πέρας το δύσκολο
αυτό έργο, μεταφράζει τους λατίνους
συγγραφείς με λόγο κατανοητό, άρτιο
εκφραστικά και αισθητικά και με την
απαραίτητη φιλολογική και ιστορική
τεκμηρίωση.
Τέσσερις από τους επτά τόμους που έχουν έως τώρα εκδοθεί, αφορούν τον ρωμαίο ιστορικό Τάκιτο (56-120 μ.Χ.). Ξεχωριστή θέση στο σύνολο του έργου του έχει η μονογραφία του για τον Αγρικόλα (Ο Βίος του Ιουλίου Αγρικόλα, 98 μ.Χ.), όπου ο συγγραφέας, με αφορμή την παρουσίαση σημαντικών ιστορικών γεγονότων, καταγράφει και τις δικές του απόψεις για τον τρόπο άσκησης της εξουσίας. Στον ίδιο τόμο στεγάζονται και τα αυτοτελή έργα Περί της καταγωγής και της χώρας των Γερμανών και Διάλογος περί ρητόρων.
Οι πρώτοι δύο συγγραφείς που μου ήρθαν στον νου, όταν άρχισα να διαβάζω Τάκιτο, ήταν ο Θουκυδίδης και ο Ηρόδοτος. Το εύληπτο περιεχόμενο, το ευχάριστο ύφος, η επιλογή των θεμάτων και ο τρόπος διαχείρισης και παράθεσης των πληροφοριών θα θύμιζαν πολύ τον Ηρόδοτο, εάν δεν υπήρχαν και ουσιώδεις διαφορές. Ο Ηρόδοτος μοιάζει να έρχεται από μία εποχή που από τον μύθο και τις προλήψεις περνά σιγά σιγά στη συγκροτημένη λογική σκέψη, ενώ ο Τάκιτος μιλά έχοντας ουσιαστική και βιωματική γνώση των δομών μιας νέου τύπου υπερδύναμης και του τρόπου σκέψης των προσώπων που την διοικούν.
Η ρωμαϊκή αυτοκρατορία, όπως την περιγράφει ο Τάκιτος, θυμίζει λιγότερο τις έως τότε «υπερδυνάμεις», όπως την Περσία, την Αθήνα, τη Σπάρτη και τους Μακεδόνες, ή ακόμη και το μεταγενέστερο Βυζάντιο ή τους Οθωμανούς, και περισσότερο τη σημερινή αμερικανική παγκόσμια συγκυριαρχία ή την προηγηθείσα βρετανική. Οι Ρωμαίοι δεν άφηναν τίποτα στην τύχη γύρω από θέματα οργάνωσης και διοίκησης. Χρησιμοποιούσαν ευφυείς και δοκιμασμένες στρατηγικές, επιλέγοντας συνήθως για τις υψηλότερες ιεραρχικά θέσεις πρόσωπα που είχαν αποδείξει στην πράξη τις ικανότητές τους. Οι εκάστοτε στρατηγοί και διοικητές των επαρχιών έπρεπε να κρατούν τις ισορροπίες με τα κατακτημένα έθνη σε καιρούς ειρήνης, αλλά και να αναδεικνύονται σε ηγετικές φυσιογνωμίες με τις αποφάσεις και τις επιλογές τους σε καιρό πολέμου. Και βεβαίως να μην αποτελούν δυνητική απειλή για τον αυτοκράτορα.
Στη μονογραφία του για τον Αγρικόλα, που ήταν πεθερός του, ο Τάκιτος διερευνά τον ρόλο των ατομικών ιδιαιτεροτήτων κατά την άσκηση της εξουσίας και ιδιαίτερα της μεγάλης κλίμακας στρατιωτικής και πολιτικής εξουσίας. Ο Ιούλιος Αγρικόλας, χωρίς να απομακρύνεται από το πλαίσιο της θέσης του στη διοικητική ιεραρχία, συμβολίζει στο έργο ό,τι σήμερα θα χαρακτηρίζαμε ως «ανθρώπινο πρόσωπο της εξουσίας». Η αίσθηση αυτή επιτείνεται εξαιτίας της ευφυούς επιλογής του Τάκιτου να τοποθετήσει απέναντί του έναν «κακό χαρακτήρα». Το πρόσωπο αυτό είναι ο αυτοκράτορας Δομιτιανός, που εφάρμοσε τυραννικό πολίτευμα και συγκέντρωνε, κατά τον συγγραφέα, μόνο αρνητικές ιδιότητες. Ο Αγρικόλας όχι μόνο δεν αντιδρούσε στη συμπεριφορά του Δομιτιανού, αλλά προσπαθούσε, όταν ζούσε στη Ρώμη, να περνά απαρατήρητος και να παριστάνει ότι αγνοεί την αγάπη του λαού, ώστε να μην προκαλέσει τη ζήλεια του και τις οργισμένες αντιδράσεις του. Ο Τάκιτος δικαιολογεί τη συμπεριφορά του γράφοντας: «Όσοι έχουν την τάση να θαυμάζουν το απαγορευμένο θα πρέπει να μάθουν ότι μεγάλοι άνδρες υπάρχουν ακόμα και όταν κυβερνούν κακοί αυτοκράτορες· και ότι η πειθαρχία και η φρόνηση, αν συνοδεύονται από φιλοπονία και ψυχική δύναμη, θα φέρουν τον άνδρα στο απόγειο της δόξας, το οποίο άλλοι προσεγίζουν μέσα από επικίνδυνα μονοπάτια, χωρίς να ωφελούν διόλου την πατρίδα, προτού καταλήξουν σε έναν θεαματικό θάνατο.» (σ. 59)
Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην οπτική του Τάκιτου βρίσκεται στο ότι ενώ ενοχλείται από τον τρόπο που ο Δομιτιανός άσκησε την εξουσία σε σχέση με τη μείωση του βαθμού ελευθερίας της ανώτερης τάξης των κατοίκων της Ρώμης, δεν δείχνει να ενοχλείται από την ύπαρξη κατακτημένων εθνών, από τον θεσμό της δουλείας, και από τις αυθαιρεσίες και την επιβολή επαχθών συνθηκών διαβίωσης στους υποτελείς λαούς. Στο αξιακό του σύστημα η διατήρηση της ισχύος των Ρωμαίων αποτελεί τον υπέρτατο σκοπό. Κάτι σαν ένα αυταπόδεικτο και αυτονόητο αξίωμα. Ωστόσο, το δόγμα «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», στο οποίο ο Τάκιτος φαίνεται ότι πιστεύει, δεν επηρεάζει την διαυγή σκέψη του και την ικανότητα περιγραφής των ιστορικών γεγονότων και των πολεμικών συγκρούσεων.
Ένα από τα πιο δυνατά σημεία του έργου είναι η παρατήρηση του συγγραφέα ότι ο κατακτημένος λαός των Βρετανών, υιοθετώντας τον τρόπο ζωής των Ρωμαίων και τα ήθη τους, θεωρούσε ότι μετέχει στον πολιτισμό. Αλλά στην πραγματικότητα με τον τρόπο αυτόν η δουλεία αποκτούσε μεγαλύτερο βάθος: «Οι αδαείς όλα αυτά τα ονόμασαν πολιτισμό, αν και δεν ήταν παρά ένα μέρος της δουλείας τους.» (σ. 35) Αυτό που δεν γνώριζαν οι κατακτημένοι, το γνώριζαν πολύ καλά οι κατακτητές. Οι προεκτάσεις αυτής της άποψης ως την εποχή μας είναι νομίζω προφανείς. Η μαρτυρία του Τάκιτου επιβεβαιώνει ότι οι εκπρόσωποι των ισχυρών κρατών γνώριζαν από τότε ότι ο «πολιτιστικός ιμπεριαλισμός» μπορεί να διευρύνει και να παγιώσει την κυριαρχία τους απέναντι στα αδύναμα έθνη.
Πολλές ακόμη από τις παρατηρήσεις του Τάκιτου στο έργο δείχνουν πόσο κοντά βρίσκονταν οι ρωμαίοι διανοούμενοι και ηγέτες στον σύγχρονο δυτικό τρόπο σκέψης. Έχοντας αφήσει πίσω τους τις ατέρμονες συζητήσεις των Ελλήνων για τον ορισμό της αρετής και προτιμώντας συχνά την παρατήρηση από την ανάλυση, απολαμβάνουν τα υλικά οφέλη της προνομιακής θέσης τους στο παγκόσμιο πλέγμα εξουσίας. Οι μεγαλύτερες δυσκολίες δεν αφορούσαν τόσο την περιφέρεια και τους εξωτερικούς εχθρούς όσο την δύσκολη κοινωνία της Ρώμης. Ο Τάκιτος δίνει μία ικανοποιητική εικόνα της πολιτικής ρευστότητας που χαρακτήριζε την εποχή του, χωρίς να αναφέρεται σε θεούς ή σε θέματα πίστης και λατρείας, αλλά μόνο σε ανθρώπους και στα αναμενόμενα αποτελέσματα ή στις συνέπειες των πράξεων και των επιλογών τους.
Τέσσερις από τους επτά τόμους που έχουν έως τώρα εκδοθεί, αφορούν τον ρωμαίο ιστορικό Τάκιτο (56-120 μ.Χ.). Ξεχωριστή θέση στο σύνολο του έργου του έχει η μονογραφία του για τον Αγρικόλα (Ο Βίος του Ιουλίου Αγρικόλα, 98 μ.Χ.), όπου ο συγγραφέας, με αφορμή την παρουσίαση σημαντικών ιστορικών γεγονότων, καταγράφει και τις δικές του απόψεις για τον τρόπο άσκησης της εξουσίας. Στον ίδιο τόμο στεγάζονται και τα αυτοτελή έργα Περί της καταγωγής και της χώρας των Γερμανών και Διάλογος περί ρητόρων.
Οι πρώτοι δύο συγγραφείς που μου ήρθαν στον νου, όταν άρχισα να διαβάζω Τάκιτο, ήταν ο Θουκυδίδης και ο Ηρόδοτος. Το εύληπτο περιεχόμενο, το ευχάριστο ύφος, η επιλογή των θεμάτων και ο τρόπος διαχείρισης και παράθεσης των πληροφοριών θα θύμιζαν πολύ τον Ηρόδοτο, εάν δεν υπήρχαν και ουσιώδεις διαφορές. Ο Ηρόδοτος μοιάζει να έρχεται από μία εποχή που από τον μύθο και τις προλήψεις περνά σιγά σιγά στη συγκροτημένη λογική σκέψη, ενώ ο Τάκιτος μιλά έχοντας ουσιαστική και βιωματική γνώση των δομών μιας νέου τύπου υπερδύναμης και του τρόπου σκέψης των προσώπων που την διοικούν.
Η ρωμαϊκή αυτοκρατορία, όπως την περιγράφει ο Τάκιτος, θυμίζει λιγότερο τις έως τότε «υπερδυνάμεις», όπως την Περσία, την Αθήνα, τη Σπάρτη και τους Μακεδόνες, ή ακόμη και το μεταγενέστερο Βυζάντιο ή τους Οθωμανούς, και περισσότερο τη σημερινή αμερικανική παγκόσμια συγκυριαρχία ή την προηγηθείσα βρετανική. Οι Ρωμαίοι δεν άφηναν τίποτα στην τύχη γύρω από θέματα οργάνωσης και διοίκησης. Χρησιμοποιούσαν ευφυείς και δοκιμασμένες στρατηγικές, επιλέγοντας συνήθως για τις υψηλότερες ιεραρχικά θέσεις πρόσωπα που είχαν αποδείξει στην πράξη τις ικανότητές τους. Οι εκάστοτε στρατηγοί και διοικητές των επαρχιών έπρεπε να κρατούν τις ισορροπίες με τα κατακτημένα έθνη σε καιρούς ειρήνης, αλλά και να αναδεικνύονται σε ηγετικές φυσιογνωμίες με τις αποφάσεις και τις επιλογές τους σε καιρό πολέμου. Και βεβαίως να μην αποτελούν δυνητική απειλή για τον αυτοκράτορα.
Στη μονογραφία του για τον Αγρικόλα, που ήταν πεθερός του, ο Τάκιτος διερευνά τον ρόλο των ατομικών ιδιαιτεροτήτων κατά την άσκηση της εξουσίας και ιδιαίτερα της μεγάλης κλίμακας στρατιωτικής και πολιτικής εξουσίας. Ο Ιούλιος Αγρικόλας, χωρίς να απομακρύνεται από το πλαίσιο της θέσης του στη διοικητική ιεραρχία, συμβολίζει στο έργο ό,τι σήμερα θα χαρακτηρίζαμε ως «ανθρώπινο πρόσωπο της εξουσίας». Η αίσθηση αυτή επιτείνεται εξαιτίας της ευφυούς επιλογής του Τάκιτου να τοποθετήσει απέναντί του έναν «κακό χαρακτήρα». Το πρόσωπο αυτό είναι ο αυτοκράτορας Δομιτιανός, που εφάρμοσε τυραννικό πολίτευμα και συγκέντρωνε, κατά τον συγγραφέα, μόνο αρνητικές ιδιότητες. Ο Αγρικόλας όχι μόνο δεν αντιδρούσε στη συμπεριφορά του Δομιτιανού, αλλά προσπαθούσε, όταν ζούσε στη Ρώμη, να περνά απαρατήρητος και να παριστάνει ότι αγνοεί την αγάπη του λαού, ώστε να μην προκαλέσει τη ζήλεια του και τις οργισμένες αντιδράσεις του. Ο Τάκιτος δικαιολογεί τη συμπεριφορά του γράφοντας: «Όσοι έχουν την τάση να θαυμάζουν το απαγορευμένο θα πρέπει να μάθουν ότι μεγάλοι άνδρες υπάρχουν ακόμα και όταν κυβερνούν κακοί αυτοκράτορες· και ότι η πειθαρχία και η φρόνηση, αν συνοδεύονται από φιλοπονία και ψυχική δύναμη, θα φέρουν τον άνδρα στο απόγειο της δόξας, το οποίο άλλοι προσεγίζουν μέσα από επικίνδυνα μονοπάτια, χωρίς να ωφελούν διόλου την πατρίδα, προτού καταλήξουν σε έναν θεαματικό θάνατο.» (σ. 59)
Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην οπτική του Τάκιτου βρίσκεται στο ότι ενώ ενοχλείται από τον τρόπο που ο Δομιτιανός άσκησε την εξουσία σε σχέση με τη μείωση του βαθμού ελευθερίας της ανώτερης τάξης των κατοίκων της Ρώμης, δεν δείχνει να ενοχλείται από την ύπαρξη κατακτημένων εθνών, από τον θεσμό της δουλείας, και από τις αυθαιρεσίες και την επιβολή επαχθών συνθηκών διαβίωσης στους υποτελείς λαούς. Στο αξιακό του σύστημα η διατήρηση της ισχύος των Ρωμαίων αποτελεί τον υπέρτατο σκοπό. Κάτι σαν ένα αυταπόδεικτο και αυτονόητο αξίωμα. Ωστόσο, το δόγμα «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», στο οποίο ο Τάκιτος φαίνεται ότι πιστεύει, δεν επηρεάζει την διαυγή σκέψη του και την ικανότητα περιγραφής των ιστορικών γεγονότων και των πολεμικών συγκρούσεων.
Ένα από τα πιο δυνατά σημεία του έργου είναι η παρατήρηση του συγγραφέα ότι ο κατακτημένος λαός των Βρετανών, υιοθετώντας τον τρόπο ζωής των Ρωμαίων και τα ήθη τους, θεωρούσε ότι μετέχει στον πολιτισμό. Αλλά στην πραγματικότητα με τον τρόπο αυτόν η δουλεία αποκτούσε μεγαλύτερο βάθος: «Οι αδαείς όλα αυτά τα ονόμασαν πολιτισμό, αν και δεν ήταν παρά ένα μέρος της δουλείας τους.» (σ. 35) Αυτό που δεν γνώριζαν οι κατακτημένοι, το γνώριζαν πολύ καλά οι κατακτητές. Οι προεκτάσεις αυτής της άποψης ως την εποχή μας είναι νομίζω προφανείς. Η μαρτυρία του Τάκιτου επιβεβαιώνει ότι οι εκπρόσωποι των ισχυρών κρατών γνώριζαν από τότε ότι ο «πολιτιστικός ιμπεριαλισμός» μπορεί να διευρύνει και να παγιώσει την κυριαρχία τους απέναντι στα αδύναμα έθνη.
Πολλές ακόμη από τις παρατηρήσεις του Τάκιτου στο έργο δείχνουν πόσο κοντά βρίσκονταν οι ρωμαίοι διανοούμενοι και ηγέτες στον σύγχρονο δυτικό τρόπο σκέψης. Έχοντας αφήσει πίσω τους τις ατέρμονες συζητήσεις των Ελλήνων για τον ορισμό της αρετής και προτιμώντας συχνά την παρατήρηση από την ανάλυση, απολαμβάνουν τα υλικά οφέλη της προνομιακής θέσης τους στο παγκόσμιο πλέγμα εξουσίας. Οι μεγαλύτερες δυσκολίες δεν αφορούσαν τόσο την περιφέρεια και τους εξωτερικούς εχθρούς όσο την δύσκολη κοινωνία της Ρώμης. Ο Τάκιτος δίνει μία ικανοποιητική εικόνα της πολιτικής ρευστότητας που χαρακτήριζε την εποχή του, χωρίς να αναφέρεται σε θεούς ή σε θέματα πίστης και λατρείας, αλλά μόνο σε ανθρώπους και στα αναμενόμενα αποτελέσματα ή στις συνέπειες των πράξεων και των επιλογών τους.
Διονύσης Στεργιούλας