ἀμφίβολα αὐτά τά λόγια καί ἀσαφῆ μοῦ φάνηκαν.
δυσκολίες ἀσυμπτώσεις μεταξύ μας ὑπῆρχαν βέβαια ἀλλά δέν δείχναμε νά δίνουμε καί σημασία.
τίς
δυστυχίες τίς ἀντιμετωπίζαμε ἅμα
συνέβαιναν ὄχι ἀπό πρίν στή σκέψη.
ὁ
χῶρος ἔγινε τελικά τό χρῶμα του μήπως
πάλι κολλάω σέ δευτερεύοντα καί
περιφερειακά;
ὅλα
νά διορθωνόντουσαν γι’ἀὐτό πάλι
μ’ἀκολουθοῦσες.
οἱ
λέξεις ὅμως κουρτίνες μεταξύ μας ἐπίμονα
τζάμια με χώριζαν μέ διαφάνεια ἀπό τά
πράγματα.
ἀπό
αὐτή τή μεριά ἔπιασα τή θάλασσα σάν
κουβέρτα τήν τίναξα νά φύγουν τά νερά
τί μοὔμεινε στά χέρια;
καί
τυχόν ἄρνησή σου θά γινόταν λογοκρισία
μου.
οἱ
δέ κανόνες μέ ὁδηγοῦσαν στήν ἔξοδο μέ
παρακολουθοῦσαν μετά.
ποτίζεται
μολαταῦτα συγκίνηση στίς ἐκφράσεις
μου καμμιά φορά καί στίς πράξεις.
νά
γίνει λοιπόν ποίημα ἡ σχέση ὄχι ἡ στάση
μετά τό τέλος τῆς πορείας νά μή μέ
προστατεύεις μονάχα ἀπό τί.
ἔχω
ἀπορίες.
οἱ
αἰτίες θυμήθηκα πάντα δικιολογοῦνται
ἀπό τά ἀποτελέσματά τους.
καί
ἀνελλιπές τό βάρος τοῦ παρελθόντος
μας.
σκοπός
τῆς μουσικῆς ἀλήθεια ἦταν πάντα ἡ
κατανάλωση ὅσου τό δυνατόν περισσότερου
χρόνου πρίν τό τέλος.
μετά
ἀπό κάθε πότε τό πάλι τό ποτέ καί πάντοτε
τό πάντα.
ὅμως
δέν ἔχω ἀκόμη καταφέρει νά σκεφτῶ καί
νά διατυπώσω τί μέ ἐνοχλεῖ.
ἀπό
ποῦ τά παρακαλετά τῆς αἰώνιότητας
φοβόμαστε τίς ἀμφιβολίες ἐτοῦτες ἤ
ἐκεῖνες τίς πράξεις ἀναθέσαμε τήν
κρίση βέβαιοι ὅτι θά μᾶς ἐγκρίνουν
κάποιοι θεοί κρατήσαμε νά ἀκουμπήσουμε
τά τυπικά τῆς ἐκκλησίας τους ἂμφια
μανουάλια κεριά τέτοια.
κοιτάω
τίς συμπεριφορές μου νά δῶ ποιός εἶμαι
ὄχι τί ἔχω.
δέν
ἀντέχω νά χαζεύω ἔτσι τό χρόνο ἤ νά
λέω ὅλο γιά συναισθήματα καί ἄλλα
δευτερεύοντα.
ὁ
λόγος μας λέει λιγότερα ἐννοώντας
περισσότερα.
[προδημοσίευση από την ποιητική συλλογή Ποιητιconomics]