"Το χιόνι αντικαθιστά τη σιωπή
όμως
κάτω από το χιόνι
ακούει
κανείς μιαν άλλη σιωπή
πιο
πένθιμη, πιο βαθιά, πιο διαρκή".
Τ.Β.
Ο
ποιητής Τάκης Βαρβιτσιώτης υπήρξε
άνθρωπος της πόλης. Το Μέγαρο Βαρβιτσιώτη,
όπου πέρασε σχεδόν ολόκληρη τη ζωή του,
βρίσκεται σε ένα από τα πιο κεντρικά
σημεία της Θεσσαλονίκης. Το ερώτημα που
γεννιέται στον αναγνώστη των ποιημάτων
του είναι πώς ένας άνθρωπος που ζει στο
κέντρο μιας μεγαλούπολης, μέσα στον
θόρυβο, την κίνηση των αυτοκινήτων και
την πολυκοσμία, μιλά στο έργο του για
τη φύση με τρόπο που δεν μπορούν να
μιλήσουν ή δεν έχουν μιλήσει άλλοι
ποιητές, που έχουν μεγαλώσει σε χωριά
και αγροτικές περιοχές, μέσα στο φυσικό
περιβάλλον. Η υποψία μου είναι ότι η
φύση έχει εξιδανικευτεί στο έργο του,
έτσι που να μοιάζει με έναν κόσμο ιδεών
και συναισθημάτων. Με τον ίδιο τρόπο
άλλοι ποιητές εξιδανικεύουν ή μυθοποιούν
το αστικό τοπίο και περιβάλλον, τους
πολυσύχναστους δρόμους, τα πολυώροφα
κτίρια, τους χώρους εργασίας.
Οι
λέξεις που χρησιμοποιεί ορίζουν και
ταυτόχρονα δεν ορίζουν κάτι συγκεκριμένο.
Γράφει «βροχή» αλλά δεν εννοεί τη βροχή.
Γράφει «πουλιά» και δεν εννοεί τα πουλιά.
Γράφει «χιόνι» και δεν εννοεί το χιόνι
αλλά τη λευκότητα και έμμεσα την αθωότητα.
Ή τον θάνατο. Εκμεταλλεύεται, περισσότερο
και από την ίδια τη σημασία της, τους
συνειρμούς που προκαλεί η λέξη σ’
εκείνον που την ακούει. Τέτοιου είδους
χρήση των λέξεων είναι συνηθισμένη
στους νεωτερικούς ποιητές του εικοστού
αιώνα, σπανίως όμως έχουμε αποτέλεσμα
τόσο ολοκληρωμένο αισθητικά.
Επιλέγει
να χρησιμοποιήσει λέξεις που δεν έχουν
φορτιστεί με περιεχόμενο ανθρωποκεντρικό,
λέξεις που δηλώνουν στοιχεία της φύσης,
λέξεις που λειτουργούν για τον αναγνώστη
σαν καθρέφτες. Μιλά για τον εσωτερικό
κόσμο των ανθρώπων με λέξεις που
αναφέρονται στη φύση και στις δομές
της. Ενώ φαινομενικά γράφει ένα ποίημα,
ταυτόχρονα συνθέτει τη γραμματική, το
συντακτικό και το λεξικό μιας νέας
γλώσσας.
Οι
λέξεις του Τάκη Βαρβιτσιώτη ποτέ δεν
γίνονται σύμβολα, παραμένουν λέξεις
ταπεινές, ξαφνιασμένες και οι ίδιες
μέσα στο ποίημα. Οι λέξεις του μεταφέρουν
στον θωρακισμένο από σκέψεις και ενοχές
άνθρωπο της εποχής μας έναν αέρα φορτωμένο
με ποικίλα δώρα: απλότητα, διαύγεια,
αυτογνωσία.
Το
πέρασμά του από τον υπερρεαλισμό τού
δίδαξε ότι εκεί όπου ανατρέπεται μία
νοηματική αλληλουχία, γεννιούνται νέες
μαγικές και ποιητικές εικόνες, που
μπορούν να προβληθούν μέσα μας και να
αλλάξουν τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε
τον κόσμο.
Ποτέ
δεν είχα καταλάβει, όσο βρισκόταν στη
ζωή, τις υπέρμετρες εκδηλώσεις αγάπης
προς το πρόσωπο του ποιητή από τους
θαυμαστές του και τα εκατοντάδες ποιήματα
που του αφιέρωσαν άλλοι, νεότεροί του
ποιητές. Η κριτική τον αντιμετώπισε με
ύμνους και θαυμασμό, παρά με επιχειρηματολογία
και με τεκμηριωμένα κείμενα. Σήμερα
μπορώ να το καταλάβω καλύτερα και να το
δικαιολογήσω. Αισθάνθηκαν την υποχρέωση
να του ανταποδώσουν το καλό που τους
έκανε χωρίς να ζητήσει το παραμικρό
αντάλλαγμα. Τους έδειξε έναν άλλο τρόπο
αντίληψης των πραγμάτων, που ακόμη και
αν δεν ενδείκνυται για όλους τους
ανθρώπους και για όλες τις καταστάσεις,
παραμένει ωστόσο μία εν δυνάμει επιλογή.
[Διονύσης
Στεργιούλας, περιοδικό ΚΟΥΚΟΥΤΣΙ,
τεύχος 5, σελ. 113-114]