(Αυτοσχόλιο για την ποιητική συλλογή Καθόλου ποιήματα, εκδόσεις Νησίδες, Θεσσαλονίκη, 2019)
Τα μικρά παιδιά, πριν μάθουν να μετρούν κανονικά, χρησιμοποιούν έναν δικό τους χαριτωμένο τρόπο για να μετρήσουν ως το 1000: «Μάτια, μύτη, στόμα, χ(ε)ίλια.» Και πιστεύουν, μέσα στην παιδική τους άγνοια, αφέλεια και αθώα πονηριά, ότι έχουν βρει έναν εναλλακτικό τρόπο για να παρακάμψουν την άκαμπτη και απαιτητική λογική των μεγάλων. Αλλά και τα παιχνίδια τους, είτε παιχνίδια στον χώρο είτε με λέξεις, έχουν μία παράξενη δομή που πολλές φορές δεν υπακούει σε αυτό που ονομάζουμε «κοινή λογική» ή «ένα και ένα ίσον δύο». Όσοι γράφουν ποιήματα βρίσκονται, όπως και τα μικρά παιδιά, ακόμη στο «ένα», ή καλύτερα στο «έν», αρνούμενοι τη διάσπαση του κόσμου τους σε ετερώνυμα μέρη που απομακρύνονται το ένα από το άλλο. Όσοι γράφουν ποιήματα έχουν διατηρήσει κάτι από τον τρόπο σκέψης των παιδιών, με ό,τι αρνητικό ή θετικό συνεπάγεται αυτό.
Το
αγαπημένο τραγούδι της γιαγιάς μου, που
είχε γεννηθεί σε χωριό της Πίνδου το
1904 ή το 1907 (παραδόξως ανέφερε κάθε φορά
ως πιθανές και τις δύο χρονολογίες),
άρχιζε με τους
στίχους: «Πέντε πλάτανοι, κι οι πέντε
αράδα αράδα / κι ένας μοναχός, χαρά στον
ίσκιο που 'χε.» Ο μοναχικός πλάτανος, αν
και βρίσκεται μακριά από τους άλλους,
προσφέρει την καλύτερη σκιά και, όπως
προκύπτει από τους υπόλοιπους στίχους
του ίδιου δημοτικού τραγουδιού, ο
κλέφτης, ο απείθαρχος επαναστάτης,
αποκομμένος και ο ίδιος από την κοινωνία,
επιλέγει αυτήν
την σκιά για να ξαπλώσει, να δέσει το
άλογό του και να κρεμάσει το ντουφέκι
του. Όπως το μοναχικό δέντρο, έτσι και
ο ποιητικός λόγος δεν μπορεί να γεννηθεί
και να διαμορφωθεί παρά μόνο στην
πνευματική δροσιά που προσφέρουν η
απομόνωση, η ησυχία και τα «έργα μη
παραδεδεγμένης χρησιμότητος», για να
θυμηθώ τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Μόνο
έτσι ο λόγος θα δροσίσει στη συνέχεια
όσους φιλοξενούνται στη δική του σκιά.
Ο δυσήνιος πολεμιστής του τραγουδιού θα έπρεπε να διέλθει από τη μοναξιά και την απομόνωση για να υπηρετήσει το ιερό έργο του, τον αγώνα για ελευθερία. Ο λόγος, όπως ο σπόρος, πρέπει να διέλθει από ένα δημιουργικό σκοτάδι και από την προσωρινή ή μόνιμη απομάκρυνση από τα επιφανειακά ψευδοπροβλήματα που απασχολούν τους περισσότερους ανθρώπους, για να διαφυλάξει το μήνυμα της ελευθερίας, που εδώ αφορά έναν δρόμο χωρίς στερεότυπα και προκαταλήψεις, μία διαδρομή μη προδιαγεγραμμένη, μία ελπίδα για τη διατήρηση της ελπίδας. Σε αυτήν την διαδρομή δυνατές, επίμονες και συχνά πειστικές και ελκυστικές φωνές παραφυλάνε στο κάθε βήμα, ώστε να προκαλέσουν ανασταλτικούς παράγοντες στην πράξη της δημιουργίας. Η κακοπροαίρετη κριτική και οι ποικίλες ανασφάλειες μάς κάνουν να αμφιβάλλουμε για τις ικανότητές μας, οι φίλοι και οι δικοί μας άνθρωποι φέρονται κατά περιόδους –ή νομίζουμε ότι φέρονται– σαν εχθροί, η εσωτερική αγωνία κορυφώνεται.
Ο ποιητής γράφει στίχους στην ασφάλεια του δωματίου του και δίνει την εντύπωση ενός ήρεμου ανθρώπου, που τον απασχολούν μόνο οι λέξεις. Αλλά ένα ειδικό εγκεφαλογράφημα –αν υπάρξει ποτέ τέτοια δυνατότητα– θα έδειχνε ότι μέσα του συχνά νιώθει σαν ναυαγός που παλεύει με τα κύματα ή όπως ένας άνθρωπος που κρατιέται με όλη του τη δύναμη από ένα λεπτό κλαδί, λίγο πριν πέσει στον βαθύ γκρεμό. Για κάποιον άγνωστο λόγο μόνο η εστίαση στο μυστήριο του θανάτου μπορεί να του προσφέρει πραγματική γαλήνη.
Πολλές φορές αισθάνομαι ότι τα ποιήματα που γράφω έρχονται όπως ένας απρόσκλητος, ωστόσο ευπρόσδεκτος, επισκέπτης. Μου έχει συμβεί να ξυπνώ μέσα στη νύχτα για να σημειώσω στο χαρτί μερικές λέξεις ή να σταματώ με το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου για τον ίδιο λόγο. Είχα ακούσει από τον ποιητή Τάκη Βαρβιτσιώτη ότι κάποτε ήρθε στον νου του μία ωραία λέξη τη στιγμή που κολυμπούσε στα βαθιά σε παραλία της Χαλκιδικής και βγήκε βιαστικά στη στεριά για να την καταγράψει πριν την (ξε)χάσει.
Τα ποιήματά μου κατά κάποιον τρόπο δεν μου ανήκουν. Έχω ακούσει από άλλους ερμηνείες που υπερβαίνουν τη δική μου άποψη ή αντίληψη γι' αυτά. Αρχικά διαφωνώ, θεωρώντας πως γνωρίζω καλύτερα το έργο μου από εκείνους, αλλά στην πορεία διαπιστώνω ότι συνήθως έχουν δίκιο. Ερμηνεία, ανάλυση και κριτικός λόγος δύσκολα υφίστανται χωρίς αποστασιοποίηση. Όταν κάποιος γράφει, δεν μπορεί να σκέφτεται συγχρόνως και την ερμηνεία. Αυτό θα συνέβαινε μόνο στην περίπτωση που ο ποιητής δεν υπηρετεί τη «μεγάλη Κυρά», όπως χαρακτηρίζει την ποίηση ο Κωνσταντίνος Καβάφης, αλλά την χρησιμοποιεί ως υπηρέτρια.
Αν ήξερα με ποιον τρόπο τα βιώματα, οι σκέψεις και οι λέξεις γίνονται ποιήματα, θα μοιραζόμουν αυτήν την γνώση με τους αναγνώστες του παρόντος κειμένου. Αλλά δεν γνωρίζω ούτε τις λεπτομέρειες ούτε καν τις αδρές γραμμές αυτού του παράξενου φαινομένου «μετατροπής ενέργειας». Στη γραφή πορευόμαστε μόνοι. Και κάποιες φορές διχασμένοι, δηλαδή περισσότερο από μόνοι. Ο Ηράκλειτος μιλά για μία κατάσταση βύθισης στον εαυτό μας («εδιζησάμην εμεωυτόν»), που όμως δεν θα μας οδηγήσει σε απαντήσεις, αφού σύμφωνα με τον ίδιο: «ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν». Και με λόγια σημερινά: «Όποιον δρόμο και αν ακολουθήσει κανείς, δεν θα βρει απάντηση στα θέματα της ψυχής». Τελικά ίσως αρκεί το ταξίδι, ακόμη και αν οι απαντήσεις δεν υπάρχουν. Αρκεί όμως το ταξίδι;
Διονύσης Στεργιούλας
[περ. Καρυοθραύστις, τχ. 4, Θεσσαλονίκη, 2020, σελ. 187-189]