[Ιγνάτης Χουβαρδάς, Αγώνες ξιφομαχίας με ένα αγοροκόριτσο, εκδ. Οδός Πανός, Αθήνα 2017, σ.334]
Ήδη με το
ξεκίνημα της ανάγνωσης του μυθιστορήματος
με τον παράξενο τίτλο Αγώνες ξιφομαχίας
με ένα αγοροκόριτσο, είχα την αίσθηση
ότι διαβάζω ένα ερωτικό έπος, μία ερωτική
Ιλιάδα. Φανερές και κρυφές στρατηγικές
από τις δύο πλευρές, ο λόγος και η έκφραση
στη θέση των όπλων, ο έρωτας ως πεδίο
άλλοτε σύγκλισης και άλλοτε συμπλοκής,
με τις συγκρούσεις και την απομάκρυνση,
με τις εκεχειρίες και τις διαπραγματεύσεις,
με τις στιγμές χαράς και τις στιγμές
μεγάλης θλίψης. Συναντάμε και εδώ πολλά
από τα λογοτεχνικά στοιχεία και τις
θεματικές εμμονές που καθιέρωσαν τον
Ιγνάτη Χουβαρδά ως μία διακριτή και
ιδιαίτερη φωνή στη σύγχρονη ελληνική
πεζογραφία. Μερικά από αυτά: η ομορφιά
και η εξιδανίκευσή της, η ερωτική έλξη,
τα αδιέξοδα των σχέσεων, η μοναξιά των
πόλεων, οι εκδρομές σε τουριστικά θέρετρα
και οι βόλτες στους δρόμους των πόλεων,
ο διερευνητικός ρόλος του βλέμματος, η
συνεχής διαδοχική αλλαγή εστίασης των
περιγραφών από τον εσωτερικό κόσμο στο
φυσικό περιβάλλον και αντίστροφα. Το
εξώφυλλο του βιβλίου, ένα κολάζ του
συγγραφέα, παραπέμπει σε μερικά από τα
εξώφυλλα που είχε δημιουργήσει ο Κάρολος
Τσίζεκ, με τον οποίο ο Χουβαρδάς είχε
και προσωπική φιλία.
Τα δύο πρόσωπα
που πρωταγωνιστούν, ο Μιχάλης, ένας
άντρας που ζει με τη μητέρα του, και η
κατά πολύ νεότερή του Βέρα, προσπαθούν
διαρκώς να μαντέψουν ο ένας τις προθέσεις
του άλλου και να αποκτήσουν πλεονεκτική
θέση στη διελκυστίνδα που βρίσκεται σε
εξέλιξη μεταξύ τους. Νομίζουν ότι
γνωρίζουν τον εαυτό τους και ότι είναι
προσωπικότητες αυτόνομες, όμως η ερωτική
τους σχέση και τα εκατέρωθεν “χτυπήματα”
τούς μεταμορφώνουν διαρκώς. Οι πράξεις
και τα λόγια τους καθοδηγούνται από τα
σώματά τους. Το μόνο που μένει είναι να
περιμένουν να δουν πού θα τους οδηγήσουν
η ζωή και τα συναισθήματά τους, τα οποία
και οι δύο προσπαθούν να κρύψουν ή να
μεταμφιέσουν, ιδιαίτερα όταν κυριαρχούν
ο εγωισμός και ο φόβος της απώλειας του
ερωτικού συντρόφου. Μοιάζουν να είναι
μπερδεμένοι, χωρίς στόχους στη ζωή τους,
χωρίς μακροπρόθεσμα σχέδια, σαν να
περιμένουν να ανοίξει από μόνη της στο
παρόν μία πόρτα, που θα τους πάει
κατευθείαν στο μέλλον. Η πόρτα αυτή δεν
ανοίγει και εγκλωβίζονται σε μία
κατάσταση διαρκούς αυτοαναφορικότητας.
Ιδιαίτερα ο άντρας, προσπαθεί να
ερμηνεύσει τη σχέση του μέσω της ίδιας
της σχέσης του, χωρίς εξωτερικά ή σταθερά
σημεία αναφοράς. Στην
πραγματικότητα ο άντρας δεν
εγκλωβίζεται τόσο στην ίδια τη σχέση,
που δεν είναι συμβατική ή καταπιεστική,
αλλά στις σκέψεις του και στον τρόπο
που ερμηνεύει τη σχέση, στην ανάγκη για
κτητικότητα και στην ανυπαρξία
εναλλακτικών διεξόδων στη ζωή του.
Η σχέση με τη
Βέρα τού προσφέρει στιγμές μεγάλης
ικανοποίησης, ταυτόχρονα όμως νιώθει
ότι κινδυνεύει, χωρίς να μπορεί να
προσδιορίσει επακριβώς τον κίνδυνο.
Αποφασίζει να εφαρμόσει μία από τις
στρατηγικές που διδάχτηκε στα μαθήματα
ξιφομαχίας (σ. 124): “Ο Μιχάλης επέλεγε
τη στάση της αναμονής. Κάτι παρόμοιο
έκανε στους αγώνες της ξιφασκίας, όταν
βρισκόταν σε άμυνα και το σώμα έπαιρνε
τις κατάλληλες στάσεις για να προφυλαχθεί
από το ξίφος του αντιπάλου. Θα μπορούσε
να ακολουθήσει μια επιθετική τακτική
αλλά δεν ήταν σίγουρος ότι θα δικαιωνόταν.
Το δόγμα του ήταν: άσε μόνο του να κυλήσει
το πρόβλημα, η ίδια η πραγματικότητα θα
καθορίσει τις κινήσεις σου και θα τις
επιβάλει.”
Το ερωτικό
συναίσθημα και η ερωτική έλξη, ό,τι οι
παλαιότεροι συγγραφείς αποκαλούσαν
“πόθο”, απομακρύνονται στο βιβλίο από
τις γραφικές εκδοχές τους και καταγράφονται
ρεαλιστικά, μεθοδικά και αναλυτικά,
μέσω του αντικτύπου τους σε κάθε
λεπτομέρεια της ζωής του πρωταγωνιστή.
Ο συγγραφέας παρακολουθεί κάθε του
δραστηριότητα και ακόμη τις σκέψεις,
τους φόβους, τα ενύπνιά του. Η έλλειψη
και το έλλειμμα κοινωνικότητας που
χαρακτηρίζουν τον κεντρικό ήρωα,
συνοδεύονται από την εξαντλητική
παρατήρηση και ανάλυση του άλλοτε
φωτεινού και άλλοτε σκοτεινού αντικειμένου
τού πόθου του, στο οποίο είναι διαρκώς
και απολύτως προσηλωμένος. Αναλύει την
κάθε λέξη της με χιλιάδες δικές του, ενώ
η κάθε της απουσία ή περιστασιακή
απομάκρυνση αυξάνει την ανασφάλειά του
και προκαλεί πλήθος εναλλακτικών
σεναρίων. Ταυτόχρονα παρατηρεί και
καταγράφει, με οξυδέρκεια και λυρισμό,
τοπία με θάλασσα, το μικροπεριβάλλον
ενός ποταμιού, αλλά και κορίτσια που
περπατούν, κολυμπούν, εργάζονται. Τα
ρούχα και τα παπούτσια τους, τα χρώματα
που επιλέγουν για την αμφίεσή τους, ο
τρόπος που χτενίζουν τα μαλλιά τους,
αποτελούν μία αστείρευτη πηγή άντλησης
πληροφοριών για τον Μιχάλη. Μεταφέρω
ένα δείγμα σχετικής περιγραφής, που
επαναλαμβάνεται ως μοτίβο σε αρκετά
σημεία του βιβλίου (σ. 125): “Φορούσε σήμερα
μια πράσινη φούστα, μια πορτοκαλί φανέλα.
Είχε τα μαλλιά της μαζεμένα, κι αντί για
τα συνηθισμένα της πέδιλα, φορούσε τώρα
λευκά αθλητικά παπούτσια.”
Ο κεντρικός
ήρωας, ο Μιχάλης, αγαπά την Βέρα εμμονικά.
Η κατάστασή του μπορεί να παραλληλιστεί
με ένα διαρκές σύνδρομο στέρησης. Ο
ήρωας είναι εξαρτημένος από το αντικείμενο
του πόθου του και, παρ' όλο που δεν θέλει
να το παραδεχτεί, υποφέρει όταν δεν
είναι μαζί της. Ωστόσο, η εμμονική
συμπεριφορά του Μιχάλη δίνει λογοτεχνικό
ενδιαφέρον στο μυθιστόρημα.
Το βιβλίο δεν
δικαιώνεται τόσο από το θέμα του, που
αποτελεί τον πλέον κοινό τόπο στην
παγκόσμια λογοτεχνία, ή από την πλοκή,
που είναι υποτυπώδης, αλλά από τον τρόπο
γραφής, τις περιγραφές της φύσης και
κυρίως από την αναλυτική εστίαση στις
σκέψεις του κεντρικού ήρωα και από την
καταγραφή των εκτενών εσωτερικών
μονολόγων του. Το συγγραφικό ένστικτο
του Χουβαρδά οδηγεί αυτή την εστίαση
στα άκρα, με σκηνές, περιγραφές και
διαλόγους που επαναλαμβάνονται ξανά
και ξανά, κάθε φορά ελαφρώς παραλλαγμένα,
σαν να επρόκειτο για συμφωνικό έργο.
Μέχρι που το πλαίσιο γίνεται για τον
ήρωα ζοφερό και κάποιες στιγμές εφιαλτικό.
Υποφέρει όμως και για έναν ακόμη λόγο:
δεν μπορεί όχι μόνο να οριοθετήσει τη
σχέση του με το κορίτσι, αλλά και να
ορίσει ή να κατατάξει το είδος αυτής
της σχέσης. Για τους ανθρώπους που
σκέφτονται αναλυτικά, αυτό είναι ένα
δράμα. Θέλουν να γνωρίζουν τις ακριβείς
συντεταγμένες και να μπορούν να
περιγράψουν λεκτικά με σαφήνεια ό,τι
τους συμβαίνει.
Σε ό,τι αφορά
τον τρόπο αντιμετώπισης του Μιχάλη από
τον συγγραφέα, το μυθιστόρημα μού θύμισε,
όπως και η αμέσως προηγούμενη συλλογή
διηγημάτων του, την Πείνα του Κνουτ
Χάμσουν και το εξαιρετικό μυθιστόρημα
Κρίσις του Αρκάδιου Λευκού, παρά τη
διαφορετική θεματολογία τους.
Η γενική αίσθηση
που αποκόμισα από την ανάγνωση του
βιβλίου είναι ότι πρόκειται για ένα
μυθιστόρημα ολοκληρωμένο, άρτιο τεχνικά,
που μπορεί να ικανοποιήσει και τον
δύσκολο αναγνώστη. Είναι πολύ εύκολο,
όταν κανείς μιλά για τις ερωτικές
σχέσεις, να εκτραπεί σε κοινοτοπίες ή
μελοδραματισμούς. Ο συγγραφέας
αντιμετώπισε τους ήρωές του με σοβαρότητα
και ανέδειξε την τραγική τους πλευρά.
Ίσως θέμα του βιβλίου δεν είναι τελικά
ο έρωτας αλλά η ίδια η ζωή και τα υπαρξιακά
αδιέξοδα των σκεπτόμενων ανθρώπων.
Διονύσης Στεργιούλας
(Κείμενο ομιλίας από την εκδήλωση παρουσίασης του μυθιστορήματος στη 14η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου | Θεσσαλονίκη 12 Μαΐου 2017)