Λογοτεχνία -- Τέχνη -- Τυπογραφία -- Ιστορία

13 Αυγ 2016

ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ


Πάντα  γάρ  τό  πρ  πελθόν,  κρινε  καί  καταλήψεται.
Hράκλειτος

O ποιητής εργαζόταν όλη μέρα κι όλη νύχτα, χωρίς σχεδόν σταματημό, εβδομάδες, μήνες, χρόνια, προσδοκώντας να ολοκληρώσει ένα έργο ακραίου ανθρωπισμού, ένα ποίημα άτιτλο, που θα αφιέρωνε στον εαυτό του και στην τελευταία αγαπημένη του. Είχε κρατήσει μεγάλο αριθμό σημειώσεων πάνω σε εκατοντάδες βιβλία θεωρητικού περιεχομένου. Εδώ και αρκετό καιρό, με την αποκωδικοποίηση των σημειώσεων, ευελπιστούσε να δει κάποια μέρα τυπωμένο το ανολοκλήρωτο ακόμη έργο του. Στην ταράτσα του σπιτιού όπου κατοικούσε, ανάμεσα σε κεραίες τηλεοράσεων και σκουριασμένα σίδερα, είχε φτιάξει μια μικρή ξύλινη κατασκευή, που λειτουργούσε σαν φωλιά για τα περιστέρια του. Ήταν ένας κατ’ ευφημισμό περιστερώνας. Εκεί, μαζί με τα πουλιά, ένιωθε ξανά παιδί.
Ο ποιητής, αν και βυθιζόταν ατέλειωτες ώρες στις σκέψεις του, δεν αρνήθηκε ποτέ ολοκληρωτικά τη σχέση του με τη φύση και τα πράγματα. Επειδή όμως η σχέση αυτή υπήρξε απόρροια μιας ρομαντικής εφηβικής ηλικίας, που εκ των υστέρων θεώρησε χαμένο χρόνο, σιγά σιγά έκοψε κάθε δεσμό με τον φυσικό χώρο που τον περιέβαλλε. Τα περιστέρια αποτελούσαν εξαίρεση, επειδή με τις ακανόνιστες πτήσεις τους εξέφραζαν για τον ποιητή την αληθινή του φύση, που ο ίδιος είχε κλειδώσει βαθιά μέσα του.
Τον τελευταίο καιρό είχε κάπως αλλάξει. Αναλογιζόταν πως ένα πλήθος αδικαιολόγητων, απαισιόδοξων σκέψεων τον είχε απομακρύνει από πρόσωπα που κάποτε αγαπούσε, τον είχε απομακρύνει από την ίδια τη ζωή. Aναπολούσε τα χρόνια που ήταν παιδί, τις ξένοιαστες μέρες και νύχτες της εφηβείας του, τότε που ήταν φίλος με τον εαυτό του, τότε που δεν είχαν αναπτυχθεί σε μεγάλο βαθμό τα τρωτά σημεία του χαρακτήρα του, τα στοιχεία εκείνα που θα τον καθιστούσαν μοναχικό δέντρο απέναντι στο δάσος της μεγαλούπολης, απέναντι στην πολυκοσμία και τον θόρυβο της πόλης, μιας πόλης που αγάπησε στην αρχή, ενώ στη συνέχεια όλο και περισσότερο προσπαθούσε, αλλά δεν μπορούσε, να εγκαταλείψει οριστικά. Η πόλη, σαν να ένιωθε τα αισθήματά του απέναντί της, κάθε στιγμή τον οδηγούσε στους πιο σκοτεινούς της λαβύρινθους, σε έναν δρόμο που δεν έβγαζε πουθενά. Γιατί και οι πόλεις μοιάζουν μ’ εμάς, έχουν ψυχή και προσωπικότητα που σπάνια βρίσκεις σε άνθρωπο. Τα σωθικά τους άλλοτε αποπνέουν μια υπέρτατη γαλήνη και άλλοτε ταράζονται και δεν ησυχάζουν. Οι πόλεις αισθάνονται την αγάπη μας και μας εκδικούνται όταν τις εγκαταλείπουμε ή τις απατάμε. Έχουν καρδιά που χτυπάει κάθε στιγμή, έχουν φλέβες και αρτηρίες που μεταφέρουν το αίμα τους, έχουν δρόμους που σφύζουν από κίνηση, έχουν αιμοφόρα αγγεία και νευρικό σύστημα, έχουν υπόγεια ζωή και μυστικά που ζωντανεύουν τις νύχτες.
Ο ποιητής σπάνια εγκατέλειπε, έστω και προσωρινά, τον προσωπικό του χώρο. Ζούσε σαν ερημίτης σε ένα μικρό διαμέρισμα του τρίτου ορόφου, στον αριθμό 14 της οδού Μαρτύρων και ηρώων, στο πιο πυκνοκατοικημένο σημείο της πόλης. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει, όταν αποφάσισε να βγει, να αναπνεύσει αέρα αλλιώτικο από εκείνον του δωματίου του. Κατευθύνθηκε σχεδόν μηχανικά στον προορισμό του. Σε ένα από τα παλιά στέκια συνάντησε πρόσωπα που κάποτε είχαν σημαδέψει τη ζωή του. Η συζήτηση μαζί τους είχε από καιρό χάσει κάθε σημασία. Έγινε ένας σύντομος, ασήμαντος για τον ποιητή, διάλογος. Σε λίγο, είπε ένα ξερό γεια και βγήκε από το μπαρ. Έσβησε τα μάτια του και προχώρησε. Δύο στίχοι, που αν θυμόταν καλά, γράφτηκαν από τον Κωνσταντίνο Καβάφη, βασάνισαν τη σκέψη του:

Η άνοιξη που αγνόησες δεν θα γυρίσει
θα μένει πάντα εκεί μακριά να σε πληγώνει.

Δεν ήταν μία συνηθισμένη έλλειψη αισιοδοξίας. Κάτι άλλο συνέβαινε. Αυτό που έλειπε από τη ζωή του δεν ήταν ο έρωτας, η ανθρώπινη συντροφιά, τα ποικίλα ενδιαφέροντα. Αυτό που έλειπε από τη ζωή του ήταν η φλόγα που φώτιζε τα μάτια του πριν μερικά χρόνια. Η μνήμη του ξεθώριαζε κι αυτή μέρα με τη μέρα. Τα περασμένα είχαν μπερδευτεί στη σκέψη του σε μια διαδρομή χωρίς αρχή και τέλος. Άλλοτε πάλι νόμιζε ότι τώρα ζει την άνοιξη της ζωής του, την πιο δημιουργική του περίοδο, αλλά με έναν δικό του, φθινοπωρινό τρόπο. Δεν ήταν λίγες οι στιγμές που σκεφτόταν την απόδραση. Αλλά γρήγορα άλλαζε σκέψεις. Και η νύχτα γινόταν όλο και πιο σκοτεινή. Και τα ερωτήματα πάντα αναπάντητα. Και οι ανησυχίες να μεγαλώνουν τη νύχτα. Και να γίνονται εφιάλτης.
Έψαχνε επιτέλους μιαν απάντηση. Ένιωθε ότι δικαιούται μία απάντηση. Οι ατέλειωτες ώρες μελέτης τού έδειχναν μόνο ίχνη, που τον οδηγούσαν από το ένα στο άλλο μονοπάτι, ποτέ έναν δρόμο, μία λεωφόρο. Υπήρχαν άπειρα σημεία εκκίνησης και κανένα σημείο προορισμού. Υπήρχαν το λυκόφως και το λυκαυγές και ποτέ το φως του μεσημεριού. Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε πραγματικά για τις αγωνίες του, κανείς δεν αναρωτήθηκε τι κρύβει στην καρδιά του αυτός ο μοναχικός ταξιδιώτης. Όλοι ζητούσαν από εκείνον το εφήμερο. Όλοι ζητούσαν από τους άλλους το εφήμερο. Αλλά και ο ίδιος δε ζητούσε τίποτα περισσότερο. Και αυτό το εφήμερο, που όλοι ζητούσαν, ήταν σαν μία σκιά. Η ανθρώπινη ευτυχία; μία σκιά. Η ανθρώπινη δυστυχία; μία σκιά. Συχνά κατέληγε στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει ζωή αλλά μία ατέλειωτη ψευδαίσθηση της ύλης, η ψευδαίσθηση ενός παραμορφωμένου ειδώλου πίσω από έναν σπασμένο καθρέφτη. Ότι αυτό που ονομάζουμε πραγματικότητα είναι μια ουτοπία, που πάντα φτερουγίζει μακρύτερα από τη σκέψη και τις μειωμένες δυνατότητές της. Ή ότι αυτό που ζούμε δεν είναι παρά μια φτωχή αντανάκλαση του πραγματικού κόσμου στο θολό και αδύναμο πνεύμα των ανθρώπων. Σκέφτηκε: «Ο κόσμος μου είναι ψεύτικος, κλεισμένος στους τοίχους του μυαλού μου, φυλακισμένος εκεί, μακριά από την αλήθεια της ύπαρξης. Ο κόσμος μου είναι καταδικασμένος στη φθορά». Σιγοψιθύρισε τα λόγια μιας από τις ακολουθίες της εκκλησίας, που θυμόταν από παιδί: «Αληθώς ματαιότης τα σύμπαντα. Ο δε βίος σκιά και ενύπνιον. Ότε τον κόσμον κερδίσωμεν, τότε τω τάφω οικήσωμεν».
Με τέτοιες σκέψεις βάδιζε, νύχτα, στην πόλη που τον μεγάλωσε, προς το μικρό διαμέρισμα της οδού Μαρτύρων και ηρώων. Τα κτίρια γύρω του έφτιαχναν έναν αδιαπέραστο κλοιό, μια αόρατη θηλιά που έσφιγγε διαρκώς. Η πόλη τον αντιμετώπιζε σκληρά. Αναρωτήθηκε αν είναι ένα από τα ζωντανά ερείπια αυτής της πόλης, μαζί με τις βυζαντινές εκκλησίες και τις ρωμαϊκές αρχαιότητες. Έψαχνε για λύσεις στα αιώνια αινίγματα, αδυνατώντας να λύσει τα πιο καθημερινά. Ήθελε, έστω για μια στιγμή, να τραβήξει πάνω του την προσοχή όλων των ανθρώπων της γης και να τους μιλήσει έτσι: «Μόνοι σας κλείσατε την ελευθερία σε σιδερένια κλουβιά. Μόνοι σας σκοτώσατε το όνειρο λίγες στιγμές πριν ξημερώσει». Ήθελε να μιλήσει έτσι, παρόλο που βαθιά μέσα του πίστευε ότι δεν υπάρχουν θύτες και θύματα, αλλά μόνο θύματα. Τις σκέψεις του διέκοψε ένας μεθυσμένος, που περπατούσε με χορευτικές κινήσεις στη μέση του δρόμου, χωρίς να φοβάται τα αυτοκίνητα.
Έφτασε στο σπίτι του. Στον λευκό τοίχο, απέναντι από την κεντρική είσοδο, κάποιος είχε γράψει με κεφαλαία γράμματα: «Ηδονή χωρίς εμπόδια, ζωή χωρίς νεκρούς χρόνους».
Όταν άνοιξε την πόρτα, νόμισε για μια στιγμή ότι βρίσκεται σε ξένο σπίτι. Ξαφνικά το ρεύμα κόπηκε. Γι’ αυτή την περίπτωση είχε φυλαγμένα μερικά κεριά. Άναψε ένα και το τοποθέτησε πάνω στο γραφείο του, σε ένα κηροπήγιο. Δοκίμασε να προσθέσει νέους στίχους στο ποίημα που τον είχε απασχολήσει όσο τίποτε άλλο τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Το μολύβι έμεινε ακίνητο πάνω στο χαρτί. Μία ξαφνική έκλειψη του φεγγαριού έκανε τον ουρανό ακόμη πιο σκοτεινό την ώρα που ο ποιητής αφηνόταν στον ύπνο. Από το ανοιχτό παράθυρο ένα σκουρόχρωμο έντομο, που έμοιαζε με νυχτοπεταλούδα, τρύπωσε στο δωμάτιο και πέταξε γύρω από το κερί, που είχε ξεχαστεί αναμμένο. Τη στιγμή που πέρασε δίπλα από τη φλόγα, τα φτερά του άρπαξαν φωτιά. Στάθηκε πάνω στην κουρτίνα, που κάηκε σε λίγα δευτερόλεπτα. Η φωτιά μεταδόθηκε με εκπληκτική ταχύτητα και γρήγορα κάηκαν τα πάντα στο δωμάτιο. Ο ποιητής αποτεφρώθηκε πριν καλά καλά καταλάβει τι γίνεται γύρω του. Το σώμα του παραδόθηκε στις φλόγες, που το τύλιξαν ερωτικά, με όλη τους τη λάμψη. Mέσα σε λίγες ώρες κάηκαν μαζί του ολόκληρη η πολυκατοικία, το οικοδομικό τετράγωνο, η πόλη του. Τίποτα δεν έμεινε στη θέση τους.
       Ώσπου να ξημερώσει, τα πουλιά και τα έντομα, ταραγμένα από τη βραδινή πυρκαγιά, χωρίς φωλιές, είχαν κατακλύσει τον χώρο που κάποτε φιλοξενούσε την πολιτεία και τον ποιητή. Τα πουλιά τώρα πετούσαν πιο ελεύθερα. Η ατμόσφαιρα είχε σκοτεινιάσει από τη στάχτη και ο αέρας, ενώ είχε τη μυρωδιά του καμένου ξύλου, έμοιαζε να είναι πιο καθαρός από κάθε άλλη φορά. Οι ιδέες του ποιητή πετούσαν στην ατμόσφαιρα αναζητώντας νέα κατοικία. ΔΣ

[Πρώτη δημοσίεση: 2005]